porfa necesito un cuento escrito en griego
Respuestas a la pregunta
Respuesta:
Explicación:
Ο Arturo ήταν παιδί που δεν έπαψε ποτέ με κανέναν, δεν συμπεριφέρθηκε άσχημα και δεν υπακούει. Γι 'αυτό όλοι του είπαν ότι ήταν πολύ καλό αγόρι.
Μια μέρα, στο πάρκο, ο Arturo είδε μερικά παιδιά να προσβάλλουν μικρότερο, ο οποίος φοβήθηκε να πεθάνει. Αρχικά, ο Arturo σκέφτηκε να τον υπερασπιστεί, αλλά τότε σκέφτηκε:
- Ο καθένας μου είπε να μην μπει σε αγώνες και να μην χτυπήσει κανέναν. Αν πάω, θα παρακούσω τους γονείς μου και θα σταματήσω να είμαι καλός.
Και άφησε να σκεφτεί ότι ήταν καλύτερο να μην χάσει.
Την επόμενη μέρα, τα ίδια παιδιά που ενοχλούσαν το παιδί στο πάρκο πήραν τον Arturo και άρχισαν να κάνουν τη διασκέδαση του και να απογειώνουν τα γυαλιά του.
- Ελάτε, Arturito, ας δούμε τι κάνεις τώρα! του είπαν. Προσέξτε τι λέτε για να δείτε εάν πρόκειται να χάσετε τη φήμη σας ως καλό παιδί που έχετε.
Όταν κουραστούν, άφησαν τον Arturo φοβισμένοι και με τα γυαλιά του σπασμένα.
Όταν έφτασε στο σπίτι και οι γονείς του τον είδαν, τους είπαν:
- Τι συνέβη με τον Arturo; Δεν σου είπαμε να μην μπαίνεις σε μάχες;
Το καλό αγόρι Arturo απάντησε:
- Είναι μεγάλα παιδιά. Μου επιτέθηκαν και υπήρχαν τέσσερα. Αλλά δεν τους είπα τίποτα κακό.
- Και δεν ζητήσατε βοήθεια; - ρώτησαν οι γονείς τους.
- Όχι ... - απάντησε ο Arturo.
Εκείνη τη στιγμή, το αγόρι που είχε δει τον Arturo στο πάρκο, ο οποίος ήταν ο νέος γείτονάς του, χτύπησε το κουδούνι.
- Λυπάμαι πολύ. Αν σε είχα δει, θα προσπαθούσα να σε βοηθήσω - είπε το αγόρι.
- Μην ανησυχείς. Αυτός που αισθάνεται ότι εγώ είμαι επειδή δεν σας βοήθησα όταν είχα την ευκαιρία.
Τα δύο παιδιά έγιναν καλοί φίλοι και έτσι ο Arturo έμαθε ότι το να είσαι καλός σημαίνει πολύ περισσότερο από το να μην είσαι κακός και ότι για να βοηθάς άλλους μερικές φορές πρέπει να αναλάβεις δράση και να μην παραμείνεις αδρανείς.
O Arturo ítan paidí pou den épapse poté me kanénan, den symperiférthike áschima kai den ypakoúei. Gi 'aftó óloi tou eípan óti ítan polý kaló agóri.
Mia méra, sto párko, o Arturo eíde meriká paidiá na prosválloun mikrótero, o opoíos fovíthike na pethánei. Archiká, o Arturo skéftike na ton yperaspisteí, allá tóte skéftike:
- O kathénas mou eípe na min bei se agónes kai na min chtypísei kanénan. An páo, tha parakoúso tous goneís mou kai tha stamatíso na eímai kalós.
Kai áfise na skefteí óti ítan kalýtero na min chásei.
Tin epómeni méra, ta ídia paidiá pou enochloúsan to paidí sto párko píran ton Arturo kai árchisan na kánoun ti diaskédasi tou kai na apogeiónoun ta gyaliá tou.
- Eláte, Arturito, as doúme ti káneis tóra! tou eípan. Proséxte ti léte gia na deíte eán prókeitai na chásete ti fími sas os kaló paidí pou échete.
Ótan kourastoún, áfisan ton Arturo fovisménoi kai me ta gyaliá tou spasména.
Ótan éftase sto spíti kai oi goneís tou ton eídan, tous eípan:
- Ti synévi me ton Arturo? Den sou eípame na min baíneis se máches?
To kaló agóri Arturo apántise:
- Eínai megála paidiá. Mou epitéthikan kai ypírchan téssera. Allá den tous eípa típota kakó.
- Kai den zitísate voítheia? - rótisan oi goneís tous.
- Óchi ... - apántise o Arturo.
Ekeíni ti stigmí, to agóri pou eíche dei ton Arturo sto párko, o opoíos ítan o néos geítonás tou, chtýpise to koudoúni.
- Lypámai polý. An se eícha dei, tha prospathoúsa na se voithíso - eípe to agóri.
- Min anisycheís. Aftós pou aisthánetai óti egó eímai epeidí den sas voíthisa ótan eícha tin efkairía.
Ta dýo paidiá éginan kaloí fíloi kai étsi o Arturo émathe óti to na eísai kalós simaínei polý perissótero apó to na min eísai kakós kai óti gia na voithás állous merikés forés prépei na analáveis drási kai na min parameíneis adraneís.